- συνεργάζομαι
- ΝΜΑ [εργάζομαι]εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.)νεοελλ.1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό, εφημερίδα, θίασο ή άλλο ίδρυμα2. παρέχω σε κάποιον αμοιβαία τη συνδρομή μου για την επίτευξη συμφωνημένου στόχου (α. «συνεργαζόμενα σωματεία» β. «συνεργαζόμενα κόμματα»)αρχ.1. συντελώ σε κάτι («αἱ ἀσπίδες πολὺ μᾱλλον τῶν θωράκων... πρὸς τὸ ὠθεῑσθαι συνεργάζονται», Ξεν.)2. παθ. α) κατασκευάζομαι, ολοκληρώνομαι («ἐκ χρυσίου καὶ ἐλέφαντος ξυνειργασμένος», Λουκ.)β) (για έδαφος) σκάβομαι και καλλιεργούμαι παντού («ἵν' ὡς μάλιστα συνεργασθεῑσα, δέχηται τὸ ὕδωρ», Αριστοτ.)γ) (για μίγμα) υφίσταμαι κατεργασία, δουλεύομαι μαζί με άλλο («συνεργασθεὶς ῥοδίνῳ ὁ ἄρτος καταπλάττεται», Ορειβ.)3. φρ. «συνειργασμένοι λίθοι» — λίθοι πελεκημένοι, έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν στο χτίσιμο (Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.